"Estropeado" είναι επίθετο.
[es.tɾo.ˈpe.aðo]
Η λέξη "estropeado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιο αντικείμενο ή κατάσταση που έχει υποστεί ζημιά ή έχει χαλάσει. Είναι μια συνηθισμένη λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Το αυτοκίνητο είναι κατεστραμμένο και δεν μπορεί να ξεκινήσει.
La computadora está estropeada y necesita ser reparada.
Ο υπολογιστής είναι χαλασμένος και χρειάζεται επισκευή.
Mi teléfono se estropeó después de mojarse.
Η λέξη "estropeado" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, δείχνοντας την προβληματική ή χαλασμένη κατάσταση:
Να είσαι κατεστραμμένος στο μυαλό (να είσαι τρελός).
Estropearse las cosas.
Να χαλάνε τα πράγματα.
No te estropees la vida.
Μην χαλάς τη ζωή σου.
Las relaciones se estropean por falta de comunicación.
Οι σχέσεις χαλάνε από την έλλειψη επικοινωνίας.
Si sigues así, vas a estropear tu carrera.
Η λέξη "estropeado" προέρχεται από το ρήμα "estropear", το οποίο σημαίνει "να χαλάσει" ή "να προκαλέσει ζημιά". Αυτό προέρχεται ιστορικά από το παλαιότερο "estropiar", που σχετίζεται με ιδέες ζημιάς ή φθοράς.