Estropear είναι ρήμα.
/es.tɾo.peˈaɾ/
Η λέξη estropear σημαίνει να προκαλώ ζημιά, να χαλάω ή να καταστρέφω κάτι. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών σε διάφορες περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των καθημερινών συνομιλιών και στο γραπτό κείμενο. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, αν και συναντάται κυρίως στον προφορικό λόγο σε καθημερινές καταστάσεις.
Ο κακός καιρός μπορεί να χαλάσει τα σχέδια του πάρτι.
No dejes que los problemas te estropeen el día.
Μην αφήσεις τα προβλήματα να χαλάσουν την ημέρα σου.
El niño estropeó el juguete al jugar con él.
Η λέξη estropear χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Δεν θέλω να χαλάσω την ατμόσφαιρα με τη κακή μου διάθεση.
Estropear la sorpresa
Μην πεις τίποτα στον Χουάν, δεν θέλω να χαλάσω την έκπληξη για τα γενέθλιά του.
Estropear un momento
Το ρήμα estropear προέρχεται από το λατινικό extragere, που σημαίνει "να σέρνω έξω" ή "να αποβάλλω". Με την πάροδο του χρόνου, η σημασία του εξελίχθηκε στην έννοια της ζημιάς ή της φθοράς.
Συνώνυμα: - Dañar (να βλάπτω) - Arruinar (να καταστρέφω)
Αντώνυμα: - Conservar (να διατηρώ) - Reparar (να επισκευάζω)