Το "estropearse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /es.tɾoˈpe.aɾ.se/
Η λέξη "estropearse" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - χαλάω - καταστρέφω - τραυματίζομαι (στον εαυτό μου)
Η λέξη "estropearse" σημαίνει κυρίως να υποστεί βλάβη ή να χαλάσει. Χρησιμοποιείται συνήθως στα ισπανικά για να περιγράψει κάτι που έχει υποστεί ζημιά, είτε φυσική είτε μηχανική. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς αναφέρεται σε κοινά σενάρια που προκύπτουν στην καθημερινότητα, όπως η βλάβη ενός μηχανήματος ή η κακή κατάσταση ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά υπάρχει και σε γραπτό πλαίσιο.
Το αυτοκίνητο χάλασε στη μέση του δρόμου.
No quiero que se estropee la comida en el frigorífico.
Δεν θέλω να χαλάσει το φαγητό στο ψυγείο.
Si continúas usando ese teléfono, se va a estropear.
Στα ισπανικά, η λέξη "estropearse" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλα ρήματα για να δημιουργήσει συγκεκριμένες έννοιες. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Μην αφήσεις να χαλάσει η στιγμή.
Si sigues así, vas a estropearte la vida.
Αν συνεχίσεις έτσι, θα καταστρέψεις τη ζωή σου.
Tienes que tener cuidado para que no se estropee el regalo.
Πρέπει να προσέξεις ώστε να μην χαλάσει το δώρο.
Ella siempre dice que se estropea el plan si no estamos todos.
Αυτή πάντα λέει ότι το σχέδιο χαλάει αν δεν είμαστε όλοι.
Debemos cuidar bien de la máquina para que no se estropee.
Η λέξη "estropearse" προέρχεται από το ουσιαστικό "estropeo", που σημαίνει βλάβη, το οποίο σχετίζεται με τη λατινική λέξη "struperium", που σημαίνει να καταστρέφεσαι ή να φθείρεσαι.
Συνώνυμα: - Dañarse (τραυματίζομαι) - Descomponerse (σπάω) - Romperse (σπάζω)
Αντώνυμα: - Repararse (επισκευάζομαι) - Mantenerse (διατηρούμαι) - Conservar (διατηρώ)