Estropicio είναι ουσιαστικό.
[es.tɾoˈpi.θjo]
Η λέξη "estropicio" αναφέρεται σε μια κατάσταση ζημιάς ή καταστροφής, συνήθως απευθυνόμενη σε αντικείμενα ή καταστάσεις που έχουν υποστεί βλάβη ή είναι σε κακή κατάσταση. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Το αγόρι προκάλεσε μια ζημιά στην αίθουσα παιχνιδιών.
Después de la fiesta, el estropicio en la cocina fue evidente.
Μετά το πάρτι, η ζημιά στην κουζίνα ήταν προφανής.
Intenté arreglar el estropicio, pero fue demasiado complicado.
Η λέξη "estropicio" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε προτάσεις που αναφέρονται σε ζημιές ή κατεστραμμένες καταστάσεις.
No quiero hacer un estropicio con mis decisiones.
Causar un estropicio - να προκαλέσεις μια ζημιά
Si sigues jugando así, vas a causar un estropicio en la casa.
Sufrir un estropicio - να υποστείς ζημιά
Η λέξη προέρχεται από το μισάγγελτο ουσιαστικό "estropiciar", που σημαίνει να καταστρέψεις ή να κάνεις ζημιά σε κάτι.
Συνώνυμα: - dañado - destrucción - desastre
Αντώνυμα: - reparación - conservación - intacto