estropicio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

estropicio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Estropicio είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[es.tɾoˈpi.θjo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "estropicio" αναφέρεται σε μια κατάσταση ζημιάς ή καταστροφής, συνήθως απευθυνόμενη σε αντικείμενα ή καταστάσεις που έχουν υποστεί βλάβη ή είναι σε κακή κατάσταση. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El niño causó un estropicio en la sala de juegos.
  2. Το αγόρι προκάλεσε μια ζημιά στην αίθουσα παιχνιδιών.

  3. Después de la fiesta, el estropicio en la cocina fue evidente.

  4. Μετά το πάρτι, η ζημιά στην κουζίνα ήταν προφανής.

  5. Intenté arreglar el estropicio, pero fue demasiado complicado.

  6. Προσπάθησα να διορθώσω τη ζημιά, αλλά ήταν πολύ περίπλοκο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "estropicio" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε προτάσεις που αναφέρονται σε ζημιές ή κατεστραμμένες καταστάσεις.

  1. Hacer un estropicio - να προκαλέσεις ζημιά
  2. No quiero hacer un estropicio con mis decisiones.

    • Δεν θέλω να προκαλέσω ζημιά με τις αποφάσεις μου.
  3. Causar un estropicio - να προκαλέσεις μια ζημιά

  4. Si sigues jugando así, vas a causar un estropicio en la casa.

    • Αν συνεχίσεις να παίζεις έτσι, θα προκαλέσεις ζημιά στο σπίτι.
  5. Sufrir un estropicio - να υποστείς ζημιά

  6. El coche sufrió un estropicio después del accidente.
    • Το αυτοκίνητο υπέστη ζημιά μετά το ατύχημα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το μισάγγελτο ουσιαστικό "estropiciar", που σημαίνει να καταστρέψεις ή να κάνεις ζημιά σε κάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - dañado - destrucción - desastre

Αντώνυμα: - reparación - conservación - intacto



23-07-2024