Estructura (ισπανικά) είναι ουσιαστικό και αναφέρεται σε μια οργάνωση ή διάταξη στοιχείων.
/es.trukˈtuɾa/
Η λέξη estructura χρησιμοποιείται για να δηλώσει την οργάνωση ή τη διάταξη των στοιχείων ενός συστήματος ή μιας κατασκευής. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι ευρέως διαδεδομένη και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
La estructura del edificio es impresionante.
Η δομή του κτηρίου είναι εντυπωσιακή.
Necesitamos analizar la estructura del informe.
Πρέπει να αναλύσουμε τη δομή της αναφοράς.
Estructura de poder
Δομή εξουσίας
La estructura de poder en este país es compleja.
Η δομή εξουσίας σε αυτή τη χώρα είναι πολύπλοκη.
Estructura social
Κοινωνική δομή
La estructura social de esa comunidad ha cambiado mucho.
Η κοινωνική δομή αυτής της κοινότητας έχει αλλάξει πολύ.
Estructura familiar
Οικογενειακή δομή
La estructura familiar varía según la cultura.
Η οικογενειακή δομή ποικίλλει ανάλογα με τον πολιτισμό.
Estructura organizativa
Οργανωτική δομή
Es fundamental definir la estructura organizativa de la empresa.
Είναι θεμελιώδες να καθορίσουμε την οργανωτική δομή της επιχείρησης.
Estructura económica
Οικονομική δομή
La estructura económica del país requiere reformas.
Η οικονομική δομή της χώρας απαιτεί μεταρρυθμίσεις.
Η λέξη estructura προέρχεται από το λατινικό structura, το οποίο σημαίνει "κατασκευή" ή "διάταξη". Το ρήμα struĕre από το οποίο προέρχεται σημαίνει "χτίζω" ή "οργανώνω".
Συνώνυμα: - Construcción (κατασκευή) - Organización (οργάνωση) - Formato (μορφή)
Αντώνυμα: - Descomposición (αποσύνθεση) - Desorganización (ακαταστασία) - Caos (χάος)
Αυτές οι πληροφορίες για την έννοια της "estructura" επισημαίνουν την πολυμορφία και την σημασία της στην ισπανική γλώσσα και τις ποικίλες εφαρμογές της.