Η λέξη "estructural" είναι επίθετο (adjetivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estructural" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /estrukˈtuɾal/
Η λέξη "estructural" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - δομικός - δομής
Η λέξη "estructural" έχει τη σημασία που σχετίζεται με τη δομή ή την οργάνωση ενός συστήματος, αντικειμένου ή οργανισμού. Χρησιμοποιείται συχνά στην αρχιτεκτονική, την πολιτική μηχανική, την ιατρική και άλλες επιστήμες. Η χρήση της είναι σχετικά σύνηθες και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και η γραπτή χρήση είναι πιο κοινή σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
Η δομική μηχανική είναι θεμελιώδης στην κατασκευή κτιρίων.
Necesitamos un análisis estructural antes de realizar la rehabilitación del puente.
Χρειαζόμαστε μια δομική ανάλυση πριν από την αποκατάσταση της γέφυρας.
Los problemas de salud pueden tener causas estructurales que deben ser abordadas.
Η λέξη "estructural" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν την έννοια της δομής σε διάφορα πλαίσια. Αν και δεν είναι πολύ κοινές οι ιδιωματικές εκφράσεις, παρακάτω είναι μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
Η δομική μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας είναι επείγουσα.
Una educación estructural es necesaria para el desarrollo de cualquier país.
Μια δομική εκπαίδευση είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη οποιασδήποτε χώρας.
El enfoque estructural en la terapia ayuda a entender las raíces del conflicto.
Η λέξη "estructural" προέρχεται από το ισπανικό "estructura", που σημαίνει "δομή", η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό "structura", που σημαίνει "κατασκευή" ή "σχηματισμός".
Συνώνυμα: - Estructural puede estar relacionado con términos como "organización" y "configuración".
Αντώνυμα: - Ενδέχεται να θεωρηθούν αντώνυμα του "estructural" λέξεις όπως "desorganizado" ή "anárquico" (αταξία, αναρχία).