Η λέξη "estruendo" είναι ουσιαστικό.
/estɾuˈendo/
Η λέξη "estruendo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν δυνατό ήχο ή θόρυβο, συχνά με μια έντονα επηρεαστική ή ενοχλητική ποιότητα. Συνήθως συναντάται κυρίως σε γραπτές ή επίσημες αναφορές, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Υπάρχει μέτρια συχνότητα χρήσης, κυρίως σε περιπτώσεις που αφορούν θορύβους ή ενοχλητικές καταστάσεις.
El estruendo del trueno me despertó esta noche.
(Ο θόρυβος της καταιγίδας με ξύπνησε απόψε.)
El estruendo del tráfico en la ciudad es insoportable.
(Ο θόρυβος της κίνησης στην πόλη είναι αφόρητος.)
Η λέξη "estruendo" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες εκφράσεις που αφορούν το θόρυβο ή την αναστάτωση.
Hizo un estruendo cuando se cayó la estantería.
(Έκανε έναν θόρυβο όταν έπεσε η ραφιέρα.)
El estruendo de la explosión se escuchó a kilómetros.
(Ο θόρυβος της έκρηξης ακούστηκε σε χιλιόμετρα.)
No puedo concentrarme por el estruendo de la máquina.
(Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ λόγω του θορύβου της μηχανής.)
Η λέξη "estruendo" προέρχεται από το λατινικό "stridendum", που σημαίνει "κροτός" ή "θόρυβος". Έχει διατηρήσει την έννοια του δυνατού ήχου μέσα στον χρόνο.
Συνώνυμα: - ruido (θόρυβος) - clamor (κλαυθμός) - estrépito (κρότος)
Αντώνυμα: - silencio (σιωπή) - tranquilidad (ηρεμία) - calma (ηρεμία)