Ο όρος "estrujar" είναι ρήμα.
[es.tɾuˈxaɾ]
Η λέξη "estrujar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει την ενέργεια του να πιέζεις ή να στραγγίζεις κάτι, συνήθως με σκοπό να αφαιρέσεις υγρά ή να κάνεις το αντικείμενο μικρότερο σε όγκο. Χρησιμοποιείται σε καθημερινές ομιλίες και συχνά σε προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί σε γραπτό κείμενο. Είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη.
Είναι απαραίτητο να στραγγίξεις καλά το πορτοκάλι για να φτιάξεις χυμό.
Voy a estrujar el pañuelo para sacar el agua que quedó.
Θα στραγγίξω το μαντήλι για να βγάλω το νερό που έμεινε.
Ella suele estrujar las esponjas para quitarles el exceso de líquido.
Η λέξη "estrujar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Πηγαίνω κάτι που απαιτεί να σκεφτώ εντατικά.
Estrujar el tiempo.
Προσπαθώ να αξιοποιήσω τον χρόνο όσο το δυνατόν καλύτερα.
Estrujar hasta la última gota.
Χρησιμοποιώ κάτι στο έπακρο.
Estrujar la situación.
Προσπαθώ να αποκομίσω κάτι από μια δύσκολη κατάσταση.
Estrujar la energía.
Η λέξη "estrujar" προέρχεται από το ισπανικό "estrujar", που πιθανόν έχει ρίζες από τη λατινική λέξη strugere, η οποία σημαίνει να πιέσω ή να σφίξω.
Συνώνυμα: - Apretar (σφίγγω) - Exprimir (στραγγίζω)
Αντώνυμα: - Soltar (αφήνω) - Aflojar (χαλαρώνω)