Ουσιαστικό (sustantivo)
/estɾuˈmoso/
estrumoso στα Ισπανικά μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: 1. σπαταλάω 2. υπερβολικός
Η λέξη "estrumoso" δεν είναι πολύ συχνή στην καθημερινή ισπανική γλώσσα και συχνά συνδέεται με συγκεκριμένο γλωσσικό ή λογοτεχνικό υπόβαθρο. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό παρά στη προφορικό λόγο.
"Η υπερβολική συμπεριφορά του Χουάν πάντα προκαλεί προβλήματα."
"Compró un coche tan estrumoso que no pudo pagar las cuotas."
Η λέξη "estrumoso" δεν είναι συχνά μέρος συνηθισμένων ιδιωματικών εκφράσεων στην Ισπανική γλώσσα.
Η προέλευση της λέξης "estrumoso" δεν είναι ξεκάθαρη στην βιβλιογραφία ισπανικής ετυμολογίας. Πιθανόν προέρχεται από την σύνθεση λατινικών ή ριζών από αρχαίες ρομανικές γλώσσες.
Συνώνυμα: - derrochador (σπαταλάω) - excesivo (υπερβολικός)
Αντώνυμα: - ahorrativo (οικονομικός) - moderado (μετριοπαθής)