Η λέξη "estuco" είναι ουσιαστικό.
/ph.ˈtu.ko/
Η λέξη "estuco" αναφέρεται σε ένα μείγμα που χρησιμοποιείται κυρίως για την επιφάνεια τοίχων και οροφών, συνήθως κατασκευασμένο από ασβέστη, τσιμέντο ή γύψο. Χρησιμοποιείται στην οικοδομική βιομηχανία για να δημιουργήσει λεία και διακοσμητική επιφάνεια. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με μία ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα σε τεχνικά και οικοδομικά κείμενα.
Ο σοβάς στους τοίχους του σπιτιού είναι πολύ όμορφος.
Necesitamos aplicar estuco en el techo para darle un acabado suave.
Η λέξη "estuco" δεν έχει πολλές ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τύπους παραφράσεων και αναφορών στην οικοδομική τέχνη.
Ο σοβάς ραγίζει αν δεν έχει εφαρμοστεί σωστά.
Hacer un estuco decorativo puede mejorar la apariencia de cualquier habitación.
Ένα διακοσμητικό σοβάς μπορεί να βελτιώσει την εμφάνιση οποιουδήποτε δωματίου.
Se necesita un buen estuco para prolongar la vida de las paredes.
Χρειάζεται καλός σοβάς για να παραταθεί η ζωή των τοίχων.
Recuerda siempre preparar el estuco adecuadamente antes de aplicarlo.
Η λέξη "estuco" προέρχεται από το Ιταλικό "stucco", το οποίο αναφέρεται σε μια παρόμοια τεχνική εφαρμογής. Η ρίζα της λέξης πηγαίνει πίσω στο λατινικό "stuc(c)us", το οποίο σημαίνει "περίβλημα" ή "καλύψιμο".
Αυτές οι λεπτομέρειες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "estuco" στην Ισπανική γλώσσα.