Η λέξη "estudiante" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estudiante" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /es.tuˈðjan.te/
Στα Ελληνικά, η μετάφραση της λέξης "estudiante" είναι "φοίτης" ή "μαθητής" (στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) και "φοιτητής" (στο πλαίσιο των ανωτάτων σπουδών).
Η λέξη "estudiante" αναφέρεται σε ένα άτομο που παρακολουθεί μαθήματα ή είναι εγγεγραμμένο σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπως σχολείο ή πανεπιστήμιο. Πρόκειται για έναν γενικό όρο που χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει άτομα κάθε ηλικίας που συμμετέχουν σε εκπαιδευτικές διαδικασίες. Η χρήση της λέξης είναι πολύ συχνή και παρατηρείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.
El estudiante estudia todos los días para sacar buenas notas.
(Ο φοιτητής μελετάει κάθε μέρα για να πάρει καλούς βαθμούς.)
Los estudiantes de la universidad están organizando un evento cultural.
(Οι φοιτητές του πανεπιστημίου οργανώνουν μια πολιτιστική εκδήλωση.)
Η λέξη "estudiante" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση και τη διαδικασία της μάθησης.
Estudiante aplicado
(Επιμελής μαθητής) - αναφέρεται σε έναν μαθητή που είναι πολύ σοβαρός και εργατικός.
Estudiante aventajado
(Προικισμένος μαθητής) - χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει καλές επιδόσεις και ταλέντο στο σχολείο.
Ser estudiante de algo
(Να είσαι μαθητής κάποιου πράγματος) - συχνά χρησιμοποιούμενος τρόπος για να μιλήσουμε για κάποιον που μαθαίνει ή σπουδάζει μια συγκεκριμένη επιστήμη ή δεξιότητα, π.χ. Ser estudiante de medicina (Να είσαι φοιτητής Ιατρικής).
Es un estudiante aplicado, siempre entrega sus tareas a tiempo.
(Είναι ένας επιμελής μαθητής, πάντα παραδίδει τις εργασίες του εγκαίρως.)
Mi hermano es un estudiante aventajado, siempre saca las mejores notas.
(Ο αδελφός μου είναι προικισμένος μαθητής, πάντα παίρνει τους καλύτερους βαθμούς.)
Η λέξη "estudiante" προέρχεται από το λατινικό "studens," που σημαίνει "μελετών" ή "σπουδαστής". Το "studens" είναι το παρόν συμμετοχής του ρήματος "studere," που σημαίνει "να μελετάς" ή "να σπουδάζεις".
Συνώνυμα: - estudioso (μελετητής) - alumno (μαθητής)
Αντώνυμα: - desaprovechar (να μην εκμεταλλεύεσαι) - desinteresado (αναποφάσιστος ή αδιάφορος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "estudiante" στη γλώσσα Ισπανικά, καλύπτοντας διάφορες πτυχές της.