Επίθετο.
/estudiˈantil/
Η λέξη "estudiantil" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που σχετίζεται με τους φοιτητές ή την εκπαίδευση. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα που αφορούν σχολές, πανεπιστήμια και άλλες μορφές εκπαίδευσης. Η χρήση της είναι συχνότερη στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης συνηθισμένη και σε γραπτές αναφορές, ειδικά σε κείμενα που συνδέονται με την εκπαίδευση.
La vida estudiantil es muy emocionante.
Η φοιτητική ζωή είναι πολύ συναρπαστική.
Necesitamos mejorar las condiciones estudiantiles en nuestra universidad.
Πρέπει να βελτιώσουμε τις φοιτητικές συνθήκες στη πανεπιστημιούπολη μας.
Hay muchas actividades estudiantiles este semestre.
Υπάρχουν πολλές φοιτητικές δραστηριότητες αυτό το εξάμηνο.
Asamblea estudiantil
Η φοιτητική συνέλευση είναι μία ευκαιρία για τους φοιτητές να εκφράσουν τις απόψεις τους.
Η φοιτητική συνέλευση είναι μία ευκαιρία για τους φοιτητές να εκφράσουν τις απόψεις τους.
Movimientos estudiantiles
Οι φοιτητικοί κοινωνικοί αγώνες έχουν επηρεάσει την πολιτική κατάσταση στην χώρα.
Οι φοιτητικοί κοινωνικοί αγώνες έχουν επηρεάσει την πολιτική κατάσταση στη χώρα.
Becas estudiantiles
Οι φοιτητικές υποτροφίες βοηθούν πολλούς νέους να σπουδάσουν.
Οι φοιτητικές υποτροφίες βοηθούν πολλούς νέους να σπουδάσουν.
Η λέξη "estudiantil" προέρχεται από τη λέξη "estudiante", η οποία σημαίνει "φοιτητής", και προστίθεται το κατάληξη "-al", η οποία δηλώνει ότι κάτι σχετίζεται με αυτό που προηγείται.
Συνώνυμα: - académico (ακαδημαϊκός) - escolar (σχολικός)
Αντώνυμα: - profesional (επαγγελματίας) - laboral (εργασιακός)