Η λέξη "estudio" σημαίνει τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της μελέτης, της σπουδής ή της έρευνας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε εκπαιδευτικά ή ακαδημαϊκά πλαίσια, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε γενικές ενέργειες μάθησης ή έρευνας. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται συχνότερα σε γραπτό πλαίσιο, αν και εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
El estudio de la historia es muy interesante.
(Η μελέτη της ιστορίας είναι πολύ ενδιαφέρουσα.)
Ella está realizando un estudio sobre el medio ambiente.
(Αυτή πραγματοποιεί μια μελέτη για το περιβάλλον.)
Los estudiantes necesitan tiempo para el estudio antes de los exámenes.
(Οι φοιτητές χρειάζονται χρόνο για τη μελέτη πριν από τις εξετάσεις.)
Η λέξη "estudio" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Hacer un estudio de mercado.
(Να κάνεις μια έρευνα αγοράς.)
Estudio profundo.
(Βαθιά μελέτη.)
Estudio sistemático.
(Συστηματική μελέτη.)
Estudio de caso.
(Μελέτη περίπτωσης.)
No hay estudio sin esfuerzo.
(Δεν υπάρχει μελέτη χωρίς προσπάθεια.)
Η λέξη "estudio" προέρχεται από το λατινικό "studium", το οποίο σήμαινε «προσπάθεια» ή «φιλοδοξία». Η ρίζα της δείχνει τη σχέση με τη διαδικασία της εκμάθησης και της εμβάθυνσης σε ένα θέμα.
aprendizaje (μάθηση)
Αντώνυμα: