Η λέξη "estudioso" είναι επιθετικός (μέρος του λόγου).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estudioso" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /es.tuˈðjo.so/.
Η λέξη "estudioso" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - μελετητής - σπουδαίος - φιλότιμος
Η λέξη "estudioso" αναφέρεται σε κάποιον που είναι αφοσιωμένος στη μελέτη και την εκπαίδευση. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που είναι δραστήρια και επιμελής στην εκπαίδευσή τους. Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο, με σχετική συχνότητα.
"Juan es muy estudioso en la universidad."
Ο Χουάν είναι πολύ μελετητής στο πανεπιστήμιο.
"Ella siempre fue una estudiante estudiosa."
Αυτή πάντα ήταν μια σπουδαία μαθήτρια.
"El profesor elogió a los alumnos estudiosos."
Ο καθηγητής επαίνεσε τους μαθητές που μελετούν.
Η λέξη "estudioso" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με κάποιες φράσεις που περιγράφουν τον χαρακτήρα κάποιου.
"Ser estudioso hasta el final."
Να είσαι μελετητής μέχρι το τέλος.
(Σημαίνει να είσαι αφοσιωμένος στη μάθηση σε όλη τη διάρκεια της ζωής σου.)
"Estudioso de corazón."
Μελετητής από καρδιάς.
(Αναφέρεται σε κάποιον που έχει μεγάλη αγάπη για τη μάθηση.)
"Un amigo estudioso siempre ayuda."
Ένας φίλος μελετητής πάντα βοηθά.
(Δηλώνει ότι οι επιμελείς άνθρωποι είναι υποστηρικτικοί.)
Η λέξη "estudioso" προέρχεται από το λατινικό "studiosus", που σημαίνει "αφοσιωμένος στη μελέτη".
Συνώνυμα: - aplicado (εφαρμοσμένος) - diligente (επιμελής) - sabio (σοφός)
Αντώνυμα: - desinteresado (αδιάφορος) - negligente (αμελής) - ignorante (άσχετος)