Η λέξη "estufa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estufa" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι /esˈtu.fA/.
Η λέξη "estufa" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "καυστήρας" ή "σόμπα".
Η λέξη "estufa" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μία συσκευή που χρησιμοποιείται για θέρμανση, συνήθως σε σπίτια ή χώρους. Συχνά απαντάται σε καθημερινές συνομιλίες και περιοδικά κείμενα. Οι τρεις κύριοι τομείς όπου συναντάται είναι ο γενικός (καθημερινές συνομιλίες), η ιατρική (σε σχέση με τη θέρμανση ιατρικών χώρων) και οι πολυτεχνικές επιστήμες (σε κατασκευές και ηλεκτρολογία).
La estufa está encendida y calienta toda la casa.
(Η σόμπα είναι αναμμένη και ζεσταίνει όλο το σπίτι.)
Necesitamos comprar una estufa nueva para el invierno.
(Πρέπει να αγοράσουμε μια νέα σόμπα για το χειμώνα.)
Η λέξη "estufa" εμφανίζεται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες προτάσεις που τη χρησιμοποιούν:
"Estar como en la estufa" – Σε αναφορά σε κάποιον που βρίσκεται σε πολύ ζεστό περιβάλλον.
(Είναι σαν να είσαι στη σόμπα.)
"No hay estufa que aguante" – Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι δεν αντέχει ή δεν διαρκεί.
(Δεν υπάρχει σόμπα που να αντέξει.)
Η λέξη "estufa" προέρχεται από το λατινικό "stufa", που σημαίνει "θερμότητα". Η ανάπτυξη της λέξης συνδέεται με τη διαδικασία της θέρμανσης.
Συνώνυμα: - calentador (θερμαντήρας) - calefacción (θέρμανση)
Αντώνυμα: - refrigerador (ψυγείο) - aire acondicionado (κλιματιστικό)