Η λέξη estufilla αναφέρεται σε μια μικρή σόμπα ή θερμαντήρα, συνήθως χρησιμοποιούμενη για να ενδυναμώσει τη θερμοκρασία σε μικρούς χώρους. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό κείμενο, αλλά σε καθημερινές συζητήσεις μπορεί επίσης να εμφανιστεί, αν και με λιγότερη συχνότητα. Είναι λιγότερο συχνή από τη λέξη estufa (σόμπα/θερμαντήρας), που είναι ο γενικός όρος.
La estufilla es ideal para calentar la habitación pequeña.
(Η μικρή σόμπα είναι ιδανική για να ζεστάνει το μικρό δωμάτιο.)
Compré una estufilla para el invierno porque hace mucho frío.
(Αγόρασα μια μικρή σόμπα για τον χειμώνα γιατί κάνει πολύ κρύο.)
En la cabaña solo hay una estufilla para mantenernos calientes.
(Στην καλύβα υπάρχει μόνο μια μικρή σόμπα για να παραμείνουμε ζεστοί.)
Η λέξη estufilla δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί δημιουργικά σε διάφορες προτάσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
No hay nada como una estufilla en una fría noche de invierno.
(Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια μικρή σόμπα σε μια κρύα χειμερινή νύχτα.)
Tras un largo día, me gusta relajarme junto a la estufilla.
(Μετά από μια μακρά μέρα, μου αρέσει να χαλαρώνω κοντά στη μικρή σόμπα.)
La estufilla me recuerda a los inviernos de mi infancia.
(Η μικρή σόμπα με θυμίζει τους χειμώνες της παιδικής μου ηλικίας.)
Siempre que hay una fiesta, la estufilla se convierte en el punto de reunión.
(Όποτε γίνεται μια γιορτή, η μικρή σόμπα γίνεται το σημείο συνάντησης.)
Η λέξη estufilla προέρχεται από τη λέξη estufa, η οποία έχει ρίζες στη λατινική λέξη stufā, που σημαίνει "θερμαινόμενο δωμάτιο". Η προσθήκη του -illa υποδηλώνει μικρό μέγεθος ή μειωτική έννοια.