Η λέξη "estupefacientes" είναι ουσιαστικό και είναι πληθυντικός.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης: /es.tu.pe.faˈθjen.tes/
Η λέξη "estupefacientes" αναφέρεται σε ουσίες που προκαλούν αναισθησία, όπως τα ναρκωτικά, οι οποίες επηρεάζουν τη βιοχημεία του εγκεφάλου και μπορεί να προκαλέσουν εξάρτηση ή άλλες σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά και ιατρικά πλαίσια και μπορεί να αναφέρεται σε ουσίες που είναι παράνομες ή υπό περιορισμό. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά έγγραφα και επιστημονικές μελέτες.
Los estupefacientes son controlados por la ley.
(Τα ναρκωτικά ελέγχονται από το νόμο.)
El tráfico de estupefacientes es un delito grave.
(Η διακίνηση ναρκωτικών είναι σοβαρό έγκλημα.)
El uso de estupefacientes puede tener consecuencias legales.
(Η χρήση ναρκωτικών μπορεί να έχει νομικές συνέπειες.)
Η λέξη "estupefacientes" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τη χρήση των ναρκωτικών:
"Evitar los estupefacientes"
(Να αποφεύγονται τα ναρκωτικά.)
Αφορά την πρόληψη χρήσης ναρκωτικών.
"El abuso de estupefacientes"
(Η κατάχρηση ναρκωτικών.)
Αναφέρεται σε εθισμό ή υπερβολική χρήση.
"Combatir el tráfico de estupefacientes"
(Να καταπολεμήσουμε τη διακίνηση ναρκωτικών.)
Υποδηλώνει δράση ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα που σχετίζεται με τα ναρκωτικά.
"La lucha contra los estupefacientes"
(Η μάχη ενάντια στα ναρκωτικά.)
Απαρτίζει τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της κατανάλωσης και της διακίνησης ναρκωτικών.
Η λέξη προέρχεται από τη λατινική "stupere" που σημαίνει "να κλονίζεται" ή "να πρόσκειται στην αναισθησία". Το "facientes" προστίθεται για να δείξει ότι αφορά πράξεις που προκαλούν αυτή την κατάσταση.
Συνώνυμα: - Drogas - Narcóticos
Αντώνυμα: - Estimulantes (διεγερτικά) - Medicamentos (φαρμακευτικά)