Estupefacto είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου:
/es.tu.peˈfak.to/
Η λέξη estupefacto χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι κατάπληκτος ή σοκαρισμένος από ένα γεγονός ή ένα γεγονός που συμβαίνει. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτές μορφές, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε πιο επίσημα ή δραματικά πλαίσια.
Estaba estupefacto al escuchar la noticia.
Ήταν καταπληκτικός όταν άκουσε τα νέα.
El público quedó estupefacto con la actuación del mago.
Το κοινό έμεινε σοκαρισμένο με την παράσταση του μάγου.
Me quedé estupefacto cuando vi el resultado del examen.
Έμεινα καταπληκτικός όταν είδα το αποτέλεσμα της εξέτασης.
Η λέξη estupefacto χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αποδίδουν την έννοια του σοκ ή της έκπληξης. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
Quedarse estupefacto con la noticia.
Να μείνεις σοκαρισμένος με τα νέα.
Verlo y no creerlo, estupefacto ante tal realidad.
Να το βλέπεις και να μη το πιστεύεις, σοκαρισμένος μπροστά σε μια τέτοια πραγματικότητα.
Estuve estupefacto por un momento al escuchar su propuesta.
Ήμουν σοκαρισμένος για μια στιγμή όταν άκουσα την πρότασή του.
El giro inesperado de la historia dejó a todos estupefactos.
Η απροσδόκητη στροφή της ιστορίας άφησε όλους σοκαρισμένους.
Al ver los resultados, quedé estupefacto ante su inteligencia.
Όταν είδα τα αποτελέσματα, έμεινα καταπληκτικός μπροστά στην ευφυΐα του.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό stupefactus, το οποίο σημαίνει «σοκαρισμένος» ή «καταπληκτικός». Το ρήμα stupere στα λατινικά σημαίνει «να υποκλίνεσαι», «να απορείς» ή «να είσαι προσηλωμένος».
Συνώνυμα: - asombrado - sorprendido - perplejo
Αντώνυμα: - indiferente - desapasionado - sereno