Αssociado: ουσιαστικό (sustantivo)
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [esˈtu.poɾ]
Η λέξη "estupor" αναφέρεται σε μια κατάσταση έντονης έκπληξης ή κατάπληξης, όπου το άτομο μπορεί να αισθάνεται αμυδρό ή ακόμα και αδιάφορο λόγω του σοκ ή της αμηχανίας που προκαλείται από κάποιο γεγονός. Στη ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε μια νευρολογική κατάσταση όπου προκύπτει ανικανότητα αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά, κυρίως στο γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στην προφορική ομιλία, ιδιαίτερα όταν κάποιος περιγράφει μια έντονη ή αναπάντεχη εμπειρία.
(Η είδηση του ατυχήματος προκάλεσε καταπληξία στην κοινότητα.)
Al escuchar la traición, sintió un profundo estupor.
(Όταν άκουσε την προδοσία, ένιωσε μια βαθιά καταπληξία.)
El médico notó un estupor en el paciente después del tratamiento.
Η λέξη "estupor" μπορεί να χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Να υποστεί κάποιος μια στιγμή καταπληξίας.)
"Meterse en un estupor."
(Να μπει κάποιος σε κατάσταση κατάπληξης.)
"Quedar en estupor."
(Να μείνει κάποιος σε κατάσταση αμηχανίας.)
"Estar en un estado de estupor."
(Να είναι κάποιος σε κατάσταση καταπληξίας.)
"Un estupor agradable."
Η λέξη "estupor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "stupor", που σημαίνει "κατάσταση αμηχανίας" ή "κλονισμός".
Συνώνυμα: - asombro - sorpresa - conmoción
Αντώνυμα: - calma - serenidad - normalidad
Αυτή η ανάλυση του όρου "estupor" αποκαλύπτει τη σημασία και τη χρήση του σε διάφορους τομείς, όσο και τις εκφράσεις που σχετίζονται με αυτήν στη γλώσσα Ισπανικά.