Η λέξη "exigencias" είναι ουσιαστικό (plural).
[eksiˈxenθjas]
Η λέξη "exigencias" αναφέρεται σε απαιτήσεις, προϋποθέσεις ή όρους που πρέπει να πληρούνται. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και τεχνολογικά πλαίσια για να περιγράψει τους κανονισμούς ή τις προδιαγραφές που πρέπει να ακολουθηθούν. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως στα γραπτά κείμενα, αφού συνήθως εμφανίζεται σε συμβολαιογραφικές ή ακαδημαϊκές εκθέσεις.
Οι απαιτήσεις του νέου έργου είναι αρκετά υψηλές.
Debemos cumplir con todas las exigencias para recibir el financiamiento.
Η λέξη "exigencias" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με απαιτήσεις και προϋποθέσεις:
Οι απαιτήσεις της αγοράς γίνονται ολοένα και πιο αυστηρές.
La educación superior tiene sus propias exigencias.
Η ανώτατη εκπαίδευση έχει τις δικές της απαιτήσεις.
No podemos ignorar las exigencias ambientales.
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις.
Las exigencias laborales pueden ser abrumadoras.
Η λέξη "exigencias" προέρχεται από το ρήμα "exigir", το οποίο σημαίνει "να απαιτεί". Το "exigir" προήλθε από το λατινικό "exigere", που σημαίνει "να ελέγχεις" ή "να ζητάς".
Συνώνυμα: - requerimientos (προϋποθέσεις) - condiciones (όροι)
Αντώνυμα: - concesiones (παραχωρήσεις) - flexibilidades (ευελιξία)