Η λέξη "exigente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "exigente" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι /ek.siˈxen.te/.
Η λέξη "exigente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει υψηλές απαιτήσεις ή προσδοκίες. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που είναι απαιτητικά, είτε στην εργασία τους είτε στις σχέσεις τους. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο διευθυντής είναι πολύ απαιτητικός με τους υπαλλήλους του.
Es un estudiante exigente que siempre busca la perfección.
Είναι ένας απαιτητικός φοιτητής που πάντα ψάχνει την τελειότητα.
La crítica fue exigente, pero constructiva.
Η λέξη "exigente" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να τη συνοδεύουν, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις που ενισχύουν την έννοιά της:
Το να είσαι απαιτητικός είναι το κλειδί για την επιτυχία.
Tener estándares exigentes puede ser beneficioso.
Το να έχεις απαιτητικά πρότυπα μπορεί να είναι ευεργετικό.
Las metas exigentes te motivan a superarte.
Οι απαιτητικοί στόχοι σε παρακινούν να ξεπεράσεις τον εαυτό σου.
Un profesor exigente puede hacer la diferencia en el aprendizaje.
Η λέξη "exigente" προέρχεται από το ρήμα "exigir", που σημαίνει "απαιτώ". Η ρίζα της λέξης έχει τις ρίζες της στα Λατινικά, όπου το "exigere" σημαίνει "να απαιτώ".