Επίθετο
[eks'i.xi.βle]
Η λέξη "exigible" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει κάτι που μπορεί να απαιτηθεί ή που είναι υποχρεωτικό. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και διοικητικά πλαίσια, αναφερόμενη σε υποχρεώσεις ή δικαιώματα που μπορούν να απαιτηθούν από άτομα ή οργανισμούς. Γενικά, η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
"El pago de la deuda es exigible legalmente."
(Η πληρωμή του χρέους είναι νομικά απαιτητή.)
"Las obligaciones fiscales son exigibles en cualquier momento."
(Οι φορολογικές υποχρεώσεις είναι απαιτητές οποιαδήποτε στιγμή.)
"El contrato incluye condiciones exigibles por ambas partes."
(Η σύμβαση περιλαμβάνει απαιτητές συνθήκες και από τα δύο μέρη.)
Η λέξη "exigible" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις ή φράσεις για να δώσει έμφαση στην υποχρεωτικότητα ή στην απαιτητικότητα κάποιου στοιχείου.
"Los derechos exigibles deben ser respetados."
(Τα απαιτητά δικαιώματα πρέπει να γίνονται σεβαστά.)
"Las obligaciones exigibles son fundamentales para el cumplimiento de la ley."
(Οι απαιτητές υποχρεώσεις είναι θεμελιώδεις για την τήρηση του νόμου.)
"Existen recursos exigibles para solventar la crisis económica."
(Υπάρχουν απαιτητοί πόροι για την επίλυση της οικονομικής κρίσης.)
Η λέξη "exigible" προέρχεται από το ρήμα "exigir," που σημαίνει "απαιτώ" ή "διεκδικώ," συνδυασμένο με τον επίθετο διοριστικό νήμα "-ble," το οποίο υποδηλώνει ότι κάτι είναι δυνατό ή ικανό να συμβεί.
Συνώνυμα: - Obligatorio - Demandable
Αντώνυμα: - Opcional - No exigible