Επίθετο.
/ɛksiˈɣwo/
Η λέξη "exiguo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ μικρό ή περιορισμένο σε μέγεθος ή έκταση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε χώρους, ποσότητες ή ακόμα και ιδέες που δεν είναι επαρκείς ή δεν πληρούν τις απαιτήσεις.
Η λέξη "exiguo" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή σε κείμενα με μια πιο επίσημη ή λογοτεχνική χροιά.
El apartamento que buscamos es demasiado exiguo para nuestra familia. (Το διαμέρισμα που ψάχνουμε είναι πολύ μικρό για την οικογένειά μας.)
Tienen un presupuesto exiguo para el proyecto. (Έχουν έναν περιορισμένο προϋπολογισμό για το έργο.)
Η λέξη "exiguo" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει εκφράσεις που υποδηλώνουν περιορισμούς ή στέρηση. Μερικές παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Recursos exiguos pueden limitar el desarrollo del proyecto. (Οι περιορισμένοι πόροι μπορεί να περιορίσουν την ανάπτυξη του έργου.)
Con un espacio exiguo, es difícil organizar todo. (Με έναν περιορισμένο χώρο, είναι δύσκολο να οργανωθούν όλα.)
La cantidad exigua de alimentos preocupó a los organizadores del evento. (Η περιορισμένη ποσότητα τροφίμων ανησύχησε τους διοργανωτές της εκδήλωσης.)
Η λέξη "exiguo" προέρχεται από το λατινικό "exiguus", το οποίο σημαίνει "μικρός" ή "περιορισμένος". Η ρίζα του σχετίζεται με την έννοια του "να είναι λιγοστός" ή "να έχει μικρή ποσότητα".
Συνώνυμα: - Pequeño - Limitado
Αντώνυμα: - Amplio - Abundante