Το «exiliar» είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /eksiliˈaɾ/
Η λέξη «exiliar» σημαίνει να αναγκαστεί κάποιος να ζήσει εκτός της πατρίδας του, συνήθως λόγω πολιτικών ή κοινωνικών συνθηκών. Χρησιμοποιείται όχι μόνο για την πραγματική φυσική εξορία, αλλά και σε μεταφορικές έννοιες όταν κάποιος «εξορίζεται» από έναν κύκλο ή ομάδα.
Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε πολιτικές ή κοινωνικές συζητήσεις. Η συχνότητά της εξαρτάται από το συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλά γενικά χρησιμοποιείται σχετικά συχνά σε επίσημα κείμενα.
El gobierno decidió exiliar a los disidentes políticos.
(Η κυβέρνηση αποφάσισε να εξορίσει τους πολιτικούς αντιφρονούντες.)
Después de la revolución, muchos intelectuales fueron exiliados.
(Μετά την επανάσταση, πολλοί διανοούμενοι εξορίστηκαν.)
Él se siente exiliado en su propia ciudad.
(Αυτός νιώθει εξορισμένος στη δική του πόλη.)
Η λέξη «exiliar» χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις.
Ejemplo: A veces, me siento exiliado entre mis amigos.
(Ορισμένες φορές, νιώθω εξορισμένος ανάμεσα στους φίλους μου.)
"Exilio voluntario" - Αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος επιλέγει να απομακρυνθεί από την πατρίδα του για διάφορους λόγους.
Ejemplo: El artista decidió vivir en exilio voluntario para encontrar su inspiración.
(Ο καλλιτέχνης αποφάσισε να ζήσει σε εθελοντική εξορία για να βρει την έμπνευσή του.)
"Exilio político" - Αναφέρεται σε ανθρώπους που εξορίζονται λόγω πολιτικής καταπίεσης.
Η λέξη «exiliar» προέρχεται από το λατινικό «exilium», το οποίο σημαίνει «εξορία» ή «απομάκρυνση».
Συνώνυμα: - desterrar (εξορίζω) - apartar (απομακρύνω)
Αντώνυμα: - acoger (υποδέχομαι) - restituir (επιστρέφω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης «exiliar» στα Ισπανικά, αναδεικνύοντας την σημασία της στην γλώσσα και τον πολιτισμό.