Η λέξη "existencia" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "existencia" είναι: [eksisˈtensja]
Η λέξη "existencia" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα της ύπαρξης ή της παρουσίας κάποιου ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε φιλοσοφικές και νομικές συζητήσεις, καθώς και σε καθημερινές συνομιλίες. Η λέξη έχει μέτρια έως μεγάλη συχνότητα χρήσης και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La existencia de los derechos humanos es fundamental.
(Η ύπαρξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι θεμελιώδης.)
La ciencia estudia la existencia de vida en otros planetas.
(Η επιστήμη μελετά την ύπαρξη ζωής σε άλλους πλανήτες.)
La existencia de pruebas es crucial en un juicio.
(Η ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων είναι κρίσιμη σε μια δίκη.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "existencia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ύπαρξη και την παρουσία.
La existencia tangible de los recursos es vital para el desarrollo.
(Η αντιληπτή ύπαρξη των πόρων είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη.)
Poner en existencia
(Να τεθεί σε ύπαρξη)
La nueva política se pondrá en existencia el próximo mes.
(Η νέα πολιτική θα τεθεί σε ύπαρξη τον επόμενο μήνα.)
Desafiar la existencia
(Αμφισβητώ την ύπαρξη)
Muchos filósofos han desafiado la existencia de un ser supremo.
(Πολλοί φιλόσοφοι έχουν αμφισβητήσει την ύπαρξη ενός ανώτερου όντος.)
Existencia efímera
(Φευγαλέα ύπαρξη)
Η λέξη "existencia" προέρχεται από το λατινικό "existentia", το οποίο προέρχεται από το ρήμα "existere", που σημαίνει "να εκτίθεσαι" ή "να βγαίνεις προς τα έξω".
Συνώνυμα: - existencia - presencia - ser
Αντώνυμα: - inexistencia - ausencia - muerte
Αυτή είναι η πληροφόρηση που σχετίζεται με τη λέξη "existencia".