Ο όρος "existencias" είναι ουσιαστικό πληθυντικού αριθμού.
Η φωνητική μεταγραφή του "existencias" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /eɣzisˈtensjas/
Η λέξη "existencias" αναφέρεται κυρίως σε όρους αποθεμάτων ή των υλικών που υπάρχουν (π.χ. προϊόντων στη διάθεση μιας επιχείρησης). Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των οικονομικών και του εμπορίου. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, καθώς οι όροι αυτοί συνήθως εμφανίζονται σε οικονομικές αναφορές ή νομικά έγγραφα.
Οι αποθήκες αυτού του προϊόντος είναι περιορισμένες.
Es importante llevar un control de existencias en la empresa.
Είναι σημαντικό να διατηρείς έλεγχο των αποθεμάτων στην επιχείρηση.
Las existencias se renovarán cada tres meses.
Η λέξη "existencias" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα των οικονομικών και του εμπορίου. Μερικές από αυτές περιλαμβάνουν:
"El control de existencias es fundamental para evitar pérdidas." - Ο έλεγχος των αποθεμάτων είναι καθοριστικός για να αποφευχθούν οι απώλειες.
Existencias en almacén
"Las existencias en almacén deben ser revisadas regularmente." - Τα αποθέματα στην αποθήκη πρέπει να ελέγχονται τακτικά.
Existencias de mercancía
Η λέξη "existencias" προέρχεται από το ρήμα "existir", που σημαίνει "υπάρχω", με τη προσθήκη του επιθήματος "-encias", που δηλώνει κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - Abastecimientos (προμήθειες) - Suministros (παροχές)
Αντώνυμα: - Carencia (έλλειψη) - Escasez (σπανιότητα)