existir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

existir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "existir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [eɡzisˈtiɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "existir" σημαίνει την κατάσταση του να είναι κάποιος ή κάτι παρόν ή να έχει υπόσταση. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύπαρξη κάποιου προσώπου, αντικειμένου ή ιδέας. Είναι συχνά σε χρήση και προτιμάται και στους δύο τύπους λόγου, γραπτό και προφορικό, αν και συχνά χρησιμοποιείται στο γραπτό πλαίσιο λόγω φιλοσοφικών και νομικών συζητήσεων.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Alguien tiene que existir para que podamos ver el universo.
    (Κάποιος πρέπει να υπάρχει για να μπορέσουμε να δούμε το σύμπαν.)

  2. En este contrato, se establece que la empresa tiene que existir legalmente.
    (Σε αυτό το συμβόλαιο, καθορίζεται ότι η εταιρεία πρέπει να υπάρχει νομικά.)

  3. A veces, es difícil de creer que las cosas realmente existen.
    (Μερικές φορές, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι τα πράγματα πραγματικά υπάρχουν.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "existir" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. No existe la perfección.
    (Η τελειότητα δεν υπάρχει.)

  2. Existen muchas formas de hacer lo mismo.
    (Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνεις το ίδιο.)

  3. ¿Qué existe más allá de la vida?
    (Τι υπάρχει πέρα από τη ζωή;)

  4. Lo que no existe en los papeles, no es real.
    (Αυτό που δεν υπάρχει στα έγγραφα, δεν είναι πραγματικό.)

  5. En el mundo existen personas extraordinarias.
    (Στον κόσμο υπάρχουν εξαιρετικοί άνθρωποι.)

Ετυμολογία

Η λέξη "existir" προέρχεται από το λατινικό "existere," που σημαίνει "να βγαίνει έξω" ή "να εμφανίζεται."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Παρακαλώ, ενημερώστε με αν χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες ή διευκρινίσεις!



22-07-2024