Επίθετο
/eksɪˈtos.o/
Η λέξη "exitoso" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει επιτυχία ή που αποτυγχάνει να επιτύχει τους στόχους του. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτές περιγραφές ή επιχειρηματικά πλαίσια.
Το έργο ήταν πολύ επιτυχημένο και εκπλήρωσε όλους τους στόχους.
Ella es una empresaria exitosa que ha creado varias empresas.
Ο δρόμος προς την επιτυχία απαιτεί αφοσίωση και προσπάθεια.
Ser exitoso en la vida
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει επιτύχει σε διαφορετικούς τομείς της ζωής του.
Ella siempre ha querido ser exitosa en la vida y está trabajando duro para lograrlo.
Πάντα ήθελε να είναι επιτυχής στη ζωή και εργάζεται σκληρά για να το πετύχει.
Lograr un éxito exitoso
Αναφέρεται στο να πετύχεις ένα σημαντικό στόχο ή επιτυχία.
El equipo logró un éxito exitoso en el torneo anual.
Η λέξη "exitoso" προέρχεται από το ισπανικό ουσιαστικό "éxito", το οποίο σημαίνει "επιτυχία", και το οποίο πηγάζει από το λατινικό "exitus", που αναφέρεται στην έξοδο ή την κατάληξη.
Συνώνυμα: - triunfador (νικητής) - afortunado (τυχερός) - próspero (ευημερώντας)
Αντώνυμο: - fracasado (αποτυχημένος)