expectante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

expectante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "expectante" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "expectante" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ekspekˈtante/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "expectante" προέρχεται από το ρήμα "expectar" και σημαίνει να αναμένεται κάτι ή να βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η γενική χρήση για να περιγράψει μια κατάσταση αναμονής, νομικά σχετικά με περιπτώσεις εκκρεμούντων αποτελεσμάτων, και ιατρικά για περιπτώσεις που απαιτούν παρακολούθηση ή αναμονή μιας διάγνωσης ή μίας θεραπείας.

Η λέξη είναι σχετικά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El paciente se encontraba en un estado expectante mientras los médicos realizaban pruebas.
  2. Ο ασθενής βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής ενώ οι γιατροί έκαναν εξετάσεις.

  3. Los resultados de la reunión son expectantes para el futuro del proyecto.

  4. Τα αποτελέσματα της συνάντησης είναι αναμενόμενα για το μέλλον του έργου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "expectante" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:

  1. Una actitud expectante puede ser beneficiosa en momentos de incertidumbre.
  2. Μια αναμενόμενη στάση μπορεί να είναι ωφέλιμη σε στιγμές αβεβαιότητας.

  3. Los resultados son expectantes, pero hay que ser cautelosos con las expectativas.

  4. Τα αποτελέσματα είναι αναμενόμενα, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις προσδοκίες.

  5. Estar en una posición expectante puede generar ansiedad.

  6. Το να βρίσκεσαι σε αναμενόμενη θέση μπορεί να δημιουργήσει άγχος.

  7. El clima económico es expectante antes de las elecciones.

  8. Ο οικονομικός κλίμα είναι αναμενόμενος πριν από τις εκλογές.

Ετυμολογία

Η λέξη "expectante" προέρχεται από το λατινικό "expectans", το οποίο είναι το παρόν μετέχον του ρήματος "expectare," που σημαίνει "να περιμένω" ή "να αναμένω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - anticipatorio - esperanzado

Αντώνυμα: - despreocupado (απαθής) - indiferente (αδιάφορος)



23-07-2024