Η λέξη "expectante" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "expectante" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ekspekˈtante/
Η λέξη "expectante" προέρχεται από το ρήμα "expectar" και σημαίνει να αναμένεται κάτι ή να βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η γενική χρήση για να περιγράψει μια κατάσταση αναμονής, νομικά σχετικά με περιπτώσεις εκκρεμούντων αποτελεσμάτων, και ιατρικά για περιπτώσεις που απαιτούν παρακολούθηση ή αναμονή μιας διάγνωσης ή μίας θεραπείας.
Η λέξη είναι σχετικά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Ο ασθενής βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής ενώ οι γιατροί έκαναν εξετάσεις.
Los resultados de la reunión son expectantes para el futuro del proyecto.
Η λέξη "expectante" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Μια αναμενόμενη στάση μπορεί να είναι ωφέλιμη σε στιγμές αβεβαιότητας.
Los resultados son expectantes, pero hay que ser cautelosos con las expectativas.
Τα αποτελέσματα είναι αναμενόμενα, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις προσδοκίες.
Estar en una posición expectante puede generar ansiedad.
Το να βρίσκεσαι σε αναμενόμενη θέση μπορεί να δημιουργήσει άγχος.
El clima económico es expectante antes de las elecciones.
Η λέξη "expectante" προέρχεται από το λατινικό "expectans", το οποίο είναι το παρόν μετέχον του ρήματος "expectare," που σημαίνει "να περιμένω" ή "να αναμένω".
Συνώνυμα: - anticipatorio - esperanzado
Αντώνυμα: - despreocupado (απαθής) - indiferente (αδιάφορος)