Η λέξη "experimental" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "experimental" στα Ισπανικά είναι [ekspeɾiˈmen̪tal].
Η λέξη "experimental" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "πειραματικός".
Η λέξη "experimental" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με πειράματα ή δοκιμές. Στον τομέα της ιατρικής, αναφέρεται σε διαδικασίες, θεραπείες ή υλικά που δεν έχουν ακόμα εγκριθεί ή χρησιμοποιούνται σε πειραματικό στάδιο. Στη γενική χρήση, μπορεί να περιγράφει κάτι που είναι καινοτόμο ή που βασίζεται σε έρευνες.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικά άρθρα ή κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Los nuevos tratamientos experimentales están mostrando resultados prometedores.
(Οι νέες πειραματικές θεραπείες δείχνουν υποσχόμενα αποτελέσματα.)
El resultado del estudio experimental fue inesperado.
(Το αποτέλεσμα της πειραματικής μελέτης ήταν απροσδόκητο.)
La película tiene un enfoque experimental en su narrativa.
(Η ταινία έχει έναν πειραματικό προσανατολισμό στη αφήγηση της.)
Η λέξη "experimental" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
1. Un enfoque experimental puede conducir a descubrimientos innovadores.
(Ένας πειραματικός προσανατολισμός μπορεί να οδηγήσει σε καινοτόμες ανακαλύψεις.)
La música experimental desafía las normas tradicionales.
(Η πειραματική μουσική αμφισβητεί τους παραδοσιακούς κανόνες.)
Su arte experimental le valió un lugar en la galería.
(Η πειραματική τέχνη του του έδωσε μια θέση στη γκαλερί.)
La investigación experimental es fundamental para avances médicos.
(Η πειραματική έρευνα είναι θεμελιώδης για ιατρικές προόδους.)
El diseño experimental del proyecto fue muy innovador.
(Ο πειραματικός σχεδιασμός του έργου ήταν πολύ καινοτόμος.)
Η λέξη "experimental" προέρχεται από τη λατινική λέξη "experimentalis", που σχετίζεται με το "experiri" που σημαίνει "δοκιμάζω".
Συνώνυμα: - Pexperimentalista (πειραματικός) - Innovador (καινοτόμος)
Αντώνυμα: - Tradicional (παραδοσιακός) - Convencional (συμβατικός)