explicar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

explicar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

explicar: Ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

explicar [eks.pliˈkaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη explicar στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "να εξηγήσει" κάτι ή "να κάνει κάτι κατανοητό". Χρησιμοποιείται ευρέως σε καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε γραπτά κείμενα, όπως άρθρα ή δοκίμια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι ελαφρώς πιο συχνή στον προφορικό λόγο, λόγω επικοινωνιακών αναγκών.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El profesor va a explicar la lección mañana.
  2. Ο καθηγητής θα εξηγήσει το μάθημα αύριο.

  3. Necesito que me expliques cómo funciona este dispositivo.

  4. Χρειάζομαι να μου εξηγήσεις πώς λειτουργεί αυτή η συσκευή.

  5. Ella supo explicar sus sentimientos de manera clara.

  6. Αυτή κατάφερε να εξηγήσει τα συναισθήματά της με σαφήνεια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη explicar χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. explicar con manzanas (εξηγώ με μήλα)
  2. Hay que explicar el tema con manzanas para que todos entiendan.
  3. Πρέπει να εξηγήσουμε το θέμα με μήλα για να καταλάβουν όλοι.

  4. no hay que explicar (δεν χρειάζεται να εξηγήσεις)

  5. No hay que explicar lo obvio.
  6. Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις το προφανές.

  7. explicar las cosas por partes (εξηγώ τα πράγματα σε μέρη)

  8. Es mejor explicar las cosas por partes para evitar confusiones.
  9. Είναι καλύτερο να εξηγούμε τα πράγματα σε μέρη για να αποφεύγουμε τις συγχύσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη explicar προέρχεται από το λατινικό ρήμα explicare, που σημαίνει "να αναδιπλώσει", "να ξεδιπλώσει" ή "να καταστήσει σαφή".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - aclarar (να διευκρινίσω) - elucidar (να φωτίσω) - detallar (να αναλύσω)

Αντώνυμα: - confundir (να συγχύσω) - ocultar (να κρύψω) - esconder (να κρύψω)



22-07-2024