explicar: Ρήμα.
explicar [eks.pliˈkaɾ]
Η λέξη explicar στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "να εξηγήσει" κάτι ή "να κάνει κάτι κατανοητό". Χρησιμοποιείται ευρέως σε καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε γραπτά κείμενα, όπως άρθρα ή δοκίμια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι ελαφρώς πιο συχνή στον προφορικό λόγο, λόγω επικοινωνιακών αναγκών.
Ο καθηγητής θα εξηγήσει το μάθημα αύριο.
Necesito que me expliques cómo funciona este dispositivo.
Χρειάζομαι να μου εξηγήσεις πώς λειτουργεί αυτή η συσκευή.
Ella supo explicar sus sentimientos de manera clara.
Η λέξη explicar χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Πρέπει να εξηγήσουμε το θέμα με μήλα για να καταλάβουν όλοι.
no hay que explicar (δεν χρειάζεται να εξηγήσεις)
Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις το προφανές.
explicar las cosas por partes (εξηγώ τα πράγματα σε μέρη)
Η λέξη explicar προέρχεται από το λατινικό ρήμα explicare, που σημαίνει "να αναδιπλώσει", "να ξεδιπλώσει" ή "να καταστήσει σαφή".
Συνώνυμα: - aclarar (να διευκρινίσω) - elucidar (να φωτίσω) - detallar (να αναλύσω)
Αντώνυμα: - confundir (να συγχύσω) - ocultar (να κρύψω) - esconder (να κρύψω)