«Explicarse» είναι ρήμα.
/fle.ˈkaɾ.se/
Η λέξη «explicarse» σημαίνει ότι κάποιος δίνει μια εξήγηση για κάτι ή ότι βιώνει μια διαδικασία επεξήγησης των σκεπτικών του. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεκαθαρίσουν τις σκέψεις τους ή τις προθέσεις τους. Η χρήση της μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
(Δεν έχω μπορέσει να εξηγήσω καλά αυτό το πρόβλημα.)
Es importante explicarse claramente en una reunión.
(Είναι σημαντικό να εξηγεί κανείς καθαρά σε μια συνάντηση.)
A veces, es difícil explicarse incluso a uno mismo.
Η λέξη «explicarse» εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που διευκολύνουν τη κατανόηση.
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι εξαιρετικός στην εξήγηση.
No me explico cómo pudo pasar eso.
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει μια κατάσταση.
Al explicarse, ella se sintió más tranquila.
Το ρήμα προέρχεται από το λατινικό «explicare», που σημαίνει «να ξετυλίγω» ή «να αναλύω». Η σύνθεση της λέξης περιλαμβάνει το πρόθεμα «ex-» που σημαίνει «έξω» και το ρίζα «plicare» που σημαίνει «διπλώνω».
Συνώνυμα: - Aclararse (να ξεκαθαρίζει) - Describirse (να περιγράφεται)
Αντώνυμα: - Confundirse (να μπερδεύεται) - Ocultarse (να κρύβεται)
Αυτές οι πληροφορίες συμπληρώνουν την κατανόηση της λέξης «explicarse» στη γλώσσα Ισπανικά.