Ρήμα
/eksploˈɾaɾ/
Η λέξη "explorar" σημαίνει να ψάχνεις για κάτι με σκοπό να το ανακαλύψεις ή να το κατανοήσεις καλύτερα. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως η εξερεύνηση χώρων, η έρευνα θεμάτων ή η ανάλυση καταστάσεων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στην προφορική γλώσσα λόγω της καθημερινής της χρήσης.
(Θα εξερευνήσω την ζούγκλα αύριο.)
Es importante explorar todas las opciones antes de decidir.
(Είναι σημαντικό να εξερευνήσεις όλες τις επιλογές πριν αποφασίσεις.)
Los científicos quieren explorar los efectos del cambio climático.
Παρόλο που η λέξη "explorar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει ενδιαφέροντα νοήματα. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις:
(Να εξερευνήσεις νέα σύνορα.)
Es hora de explorar tus posibilidades.
(Είναι ώρα να εξερευνήσεις τις δυνατότητές σου.)
Explora lo desconocido.
(Εξερεύνησε το άγνωστο.)
Necesitamos explorar a fondo este problema.
Η λέξη "explorar" προέρχεται από το λατινικό "explorare", το οποίο σημαίνει "να αναζητάς, να εξερευνήσεις" και έχει ρίζες που σχετίζονται με την ιδέα της ανακάλυψης και της αναζήτησης.
Συνώνυμα: - investigar (ερευνώ) - examinar (εξετάζω) - sondear (ερευνώ)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - descuidar (παραμελώ) - evitar (αποφεύγω)