Η λέξη "exponencial" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA):
/eks.po.nenˈθjal/
Η λέξη "exponencial" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την εκθετική αύξηση ή με μια εκθετική συνάρτηση. Ασχολείται κυρίως με το πώς μεταβάλλεται ένα ποσό σε σχέση με μια σταθερή βάση, συχνά σε μαθηματικά ή φυσικές επιστήμες. Είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
La población crece de manera exponencial cada año.
Ο πληθυσμός αυξάνεται εκθετικά κάθε χρόνο.
La función exponencial es clave en el estudio de las finanzas.
Η εκθετική συνάρτηση είναι κλειδί στη μελέτη των χρηματοοικονομικών.
Un aumento exponencial en los datos puede indicar un problema.
Μια εκθετική αύξηση στα δεδομένα μπορεί να υποδεικνύει ένα πρόβλημα.
Η λέξη "exponencial" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις που προσδιορίζουν την ταχύτητα ή το μέγεθος της αλλαγής.
1. El crecimiento exponencial de la tecnología es asombroso.
Η εκθετική ανάπτυξη της τεχνολογίας είναι εκπληκτική.
El impacto exponencial del cambio climático es innegable.
Ο εκθετικός αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής είναι αναμφισβήτητος.
La complejidad de los problemas aumenta de forma exponencial.
Η πολυπλοκότητα των προβλημάτων αυξάνεται με εκθετικό τρόπο.
La demanda de productos ha crecido exponencialmente en los últimos años.
Η ζήτηση προϊόντων έχει αυξηθεί εκθετικά τα τελευταία χρόνια.
Los costos han aumentado de manera exponencial debido a la inflación.
Τα κόστη έχουν αυξηθεί εκθετικά λόγω του πληθωρισμού.
Η λέξη "exponencial" προέρχεται από το λατινικό "exponere", που σημαίνει "να εκθέσω" ή "να αποκαλύψω". Η χρήση της σχετίζεται με το μαθηματικό όρο "exponente", που αναφέρεται σε αριθμούς που υποδεικνύουν τον αριθμό φορές επαναλαμβάνεται ένας ποσοστός.
Συνώνυμα:
- Creciente (αναπτυσσόμενο)
- Proporcional (αναλογικό)
Αντώνυμα:
- Lineal (γραμμικό)
- Constante (σταθερό)