Η λέξη "expositor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "expositor" είναι: /eks.po.siˈtoɾ/.
Η λέξη "expositor" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί σε κάποιον που εκθέτει ή παρουσιάζει ένα θέμα, συχνά σε μορφή ομιλίας ή διάλεξης. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά απαντάται πιο συχνά σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Ο εκθέτης παρουσίασε την έρευνά του στην διάσκεψη.
Muchos expositores participaron en la feria de tecnología.
Πολλοί εκθέτες συμμετείχαν στην έκθεση τεχνολογίας.
El expositor explicó los conceptos de manera clara.
Η λέξη "expositor" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο κοινή. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να είσαι καλός εκθέτης είναι το κλειδί για να προσελκύσεις την προσοχή του κοινού.
El expositor es la voz del conocimiento en la conferencia.
Ο εκθέτης είναι η φωνή της γνώσης στη διάσκεψη.
Conectar con el público es fundamental para un expositor exitoso.
Η σύνδεση με το κοινό είναι βασική για έναν επιτυχημένο εκθέτη.
No todos los expositores tienen la misma habilidad para comunicar.
Όλοι οι εκθέτες δεν έχουν την ίδια ικανότητα να επικοινωνούν.
Un expositor exitoso debe ser apasionado sobre su tema.
Η λέξη "expositor" προέρχεται από το λατινικό "expositor", που σημαίνει "αυτός που εκθέτει", προερχόμενο από το ρήμα "exponere" (εκθέτω).
Συνώνυμα: - Presentador (παρουσιαστής) - Orador (ομιλητής)
Αντώνυμα: - Ocultador (αυτός που κρύβει) - Silencioso (σιωπηλός)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν πλήρως την έννοια και τη χρήση της λέξης "expositor" για να παρέχουν μια καλή κατανόηση της λέξης στον τομέα του γενικού και νομικού περιεχομένου.