Η λέξη "extensible" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "extensible" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα είναι: /ɛksˈtɛnsɪbəl/
Η λέξη "extensible" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - εκτατός - επεκτάσιμος - επεκτεινόμενος
Η λέξη "extensible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να επεκταθεί ή να προσαρμοστεί. Στο νομικό πλαίσιο, αναφέρεται σε κανόνες ή ρυθμίσεις που μπορούν να εφαρμοστούν σε περισσότερες περιπτώσεις ή που μπορούν να τροποποιηθούν ώστε να συμπεριλάβουν νέες συνθήκες. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά έγγραφα και τεχνικές περιγραφές.
La legislación es extensible a nuevos casos de derecho.
(Η νομοθεσία είναι εκτατή σε νέες περιπτώσεις δικαίου.)
Los contratos extensibles permiten más flexibilidad en los acuerdos.
(Οι επεκτάσιμοι συμβάσεις επιτρέπουν περισσότερη ευελιξία στις συμφωνίες.)
Es importante que las políticas sean extensibles a diferentes situaciones.
(Είναι σημαντικό οι πολιτικές να είναι εκτατές σε διάφορες καταστάσεις.)
Η λέξη "extensible" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που αφορούν την ευελιξία και τη δυνατότητα προσαρμογής. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
El acuerdo es extensible a otras partes interesadas.
(Η συμφωνία είναι εκτατή σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.)
La normativa se volvió extensible después de la reforma.
(Η κανονιστική έχει γίνει εκτατή μετά τη μεταρρύθμιση.)
Las reglas de la aplicación son extensibles a futuras actualizaciones.
(Οι κανόνες της εφαρμογής είναι εκτατοί σε μελλοντικές ενημερώσεις.)
Un contrato extensible es más útil para las empresas en crecimiento.
(Ένας επεκτάσιμος συμβόλαιο είναι πιο χρήσιμος για τις αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις.)
La ley es extensible a todos los ciudadanos sin excepción.
(Ο νόμος είναι εκτατός σε όλους τους πολίτες χωρίς εξαίρεση.)
Η λέξη "extensible" προέρχεται από τα Λατινικά "extendere", που σημαίνει "να επεκτείνω", και το επίθημα "-ible", που υποδηλώνει δυνατότητα ή ικανότητα.
Συνώνυμα: - επεκτάσιμος - εκτατός
Αντώνυμα: - περιορισμένος - σταθερός