Η λέξη "extensivo" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "extensivo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /eksˈtensɪβo/
Η λέξη "extensivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εκτενές ή που καλύπτει μεγάλη έκταση. Χρησιμοποιείται συχνά στα πλαίσια της οικονομίας, της γεωγραφίας, και της επιστήμης. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή, και μπορεί να εμφανίζεται σε τόσο προφορικό όσο και γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να βρείτε περισσότερα παραδείγματα γραπτής χρήσης.
La agricultura extensiva puede ser más sostenible.
(Η εκτενής γεωργία μπορεί να είναι πιο βιώσιμη.)
El informe presenta una análisis extensivo de la situación.
(Η έκθεση παρουσιάζει μια εκτενή ανάλυση της κατάστασης.)
La investigación fue realizada en una zona extensiva del país.
(Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε μια εκτενή περιοχή της χώρας.)
Η λέξη "extensivo" δεν σχετίζεται στενά με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες περιπτώσεις.
Un conocimiento extensivo sobre el tema es fundamental.
(Μια εκτενή γνώση σχετικά με το θέμα είναι θεμελιώδης.)
El desarrollo extensivo de la ciudad ha causado problemas ambientales.
(Η εκτενής ανάπτυξη της πόλης έχει προκαλέσει περιβαλλοντικά προβλήματα.)
Se requiere un esfuerzo extensivo para resolver la crisis.
(Απαιτείται μια εκτενής προσπάθεια για να λυθεί η κρίση.)
El uso extensivo de tecnología en la educación ha cambiado el panorama.
(Η εκτενής χρήση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση έχει αλλάξει το τοπίο.)
Η λέξη "extensivo" προέρχεται από το λατινικό "extensivus", το οποίο σημαίνει "εκτενής" και προέρχεται από το ρήμα "extendere", που σημαίνει "να εκτείνω".