Το "extenuar" είναι ρήμα.
/eks.te.nuˈaɾ/
Η λέξη "extenuar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη της εξάντλησης ή της εξασθένισης κάποιου ατόμου ή πράγματος, φυσικά ή μεταφορικά. Μπορεί να αναφέρεται στην σωματική ή ψυχολογική εξάντληση. Είναι σχετικά συχνή στη γραπτή γλώσσα, αλλά επίσης χρησιμοποιείται σε προφορικές συνομιλίες.
El largo viaje logró extenuar a todos los viajeros.
(Το μακρύ ταξίδι κατάφερε να εξαντλήσει όλους τους ταξιδιώτες.)
El trabajo constante puede extenuar a una persona.
(Η συνεχής εργασία μπορεί να εξαντλήσει ένα άτομο.)
A veces, el estrés puede extenuar nuestra mente.
(Κάποιες φορές, το άγχος μπορεί να εξαντλήσει το μυαλό μας.)
Η λέξη "extenuar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Extenuar a alguien emocionalmente.
(Να εξαντλήσουμε κάποιον συναισθηματικά.)
El ejercicio extenuante puede ser beneficioso.
(Η εξαντλητική άσκηση μπορεί να είναι ωφέλιμη.)
No quiero extenuarme por culpa de este proyecto.
(Δεν θέλω να εξαντληθώ εξαιτίας αυτού του έργου.)
Las preocupaciones pueden extenuar la salud mental.
(Οι ανησυχίες μπορούν να εξαντλήσουν την ψυχική υγεία.)
A veces, el trabajo en equipo puede extenuar.
(Κάποιες φορές, η ομαδική εργασία μπορεί να είναι εξαντλητική.)
Η λέξη "extenuar" προέρχεται από το λατινικό "extenuare", που σημαίνει "να κάνω λεπτότερο ή να εξασθενήσω".
Συνώνυμα: - Agotar - Debilitar - Cansar
Αντώνυμα: - Fortalecer - Reforzar - Vitalizar