Η λέξη "exterior" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "exterior" στα Ισπανικά είναι / eks.te.ɾi.oɾ/.
Η λέξη "exterior" στις Ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε κάτι που είναι έξω από έναν περιορισμένο χώρο ή σε κάποιο εξωτερικό στοιχείο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η ψυχολογία (αναφερόμενη στην εξωτερική συμπεριφορά), και φυσικά στον νομικό τομέα όσον αφορά τις εξωτερικές πτυχές ενός θέματος. Υπάρχει μέτρια/υψηλή συχνότητα χρήσης και χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο.
Los arquitectos diseñan el exterior del edificio con mucho cuidado.
(Οι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν το εξωτερικό του κτηρίου με μεγάλη προσοχή.)
Es importante cuidar el exterior de la casa para tener una buena impresión.
(Είναι σημαντικό να φροντίζουμε το εξωτερικό της κατοικίας για να έχουμε μια καλή εντύπωση.)
El exterior del coche estaba sucio después del viaje.
(Το εξωτερικό του αυτοκινήτου ήταν βρώμικο μετά το ταξίδι.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "exterior" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Συχνά αναφέρεται στο να κρίνουμε κάτι μόνο από την εξωτερική του εμφάνιση.
No todo lo que brilla es exteriormente bueno.
(Όχι όλα όσα λάμπουν είναι εξωτερικά καλά.)
Υποδηλώνει ότι η εξωτερική ομορφιά δεν υποδηλώνει πάντα εσωτερική αξία.
El exterior refleja el interior.
(Το εξωτερικό αντικατοπτρίζει το εσωτερικό.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι οι εξωτερικές συμπεριφορές ή κάποιες επιλογές μας δείχνουν ποιοι είμαστε εσωτερικά.
Cuida tu exterior como cuidas tu interior.
(Φρόντισε το εξωτερικό σου όπως φροντίζεις το εσωτερικό σου.)
Η λέξη "exterior" προέρχεται από τη λατινική λέξη "exterior", η οποία σημαίνει "έξω" ή "έξωτερικός". Αυτό σχετίζεται με την έννοια του όρου που αναφέρεται σε ό,τι βρίσκεται από έξω.
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "exterior" στα Ισπανικά.