Η λέξη "externo" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που βρίσκεται ή προέρχεται από το εξωτερικό, που δεν ανήκει στην εσωτερική ή στην κύρια διαδικασία. Στους τομείς του νόμου και της ιατρικής, μπορεί να αναφέρεται σε εξωτερικούς παράγοντες, διαδικασίες ή υπηρεσίες που επηρεάζουν τον οργανισμό ή την κατάσταση. Η χρήση της είναι συχνή, ιδιαίτερα σε γραπτά κείμενα, αλλά επίσης χρησιμοποιείται σε προφορικό λόγο.
Ο γιατρός συνέστησε να γίνει μια εξωτερική εξέταση για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν τραυματισμοί.
La empresa contrató servicios externos para mejorar su gestión financiera.
Η λέξη "externo" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, αν και δεν είναι τόσο συχνή. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
Εξωτερικές δυνάμεις επεμβαίνουν στη σύγκρουση.
Es importante considerar factores externos al tomar decisiones.
Είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη εξωτερικοί παράγοντες κατά την λήψη αποφάσεων.
El sistema no funciona correctamente sin la ayuda externa.
Το σύστημα δεν λειτουργεί σωστά χωρίς την εξωτερική βοήθεια.
Las relaciones externas de un país son vitales para su economía.
Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά "externus", που σημαίνει "εξωτερικός".
Η λέξη "externo" είναι σημαντική στους τομείς του νόμου και της ιατρικής, καθώς βοηθά στην κατηγοριοποίηση και την κατανόηση παραγόντων που δεν είναι εσωτερικοί, επηρεάζοντας έτσι τις διαδικασίες και τις αποφάσεις.