Το "extinguir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [eks.tinˈɡiɾ]
Η λέξη "extinguir" στα Ισπανικά σημαίνει να σβήσεις ή να εξαφανίσεις κάτι, όπως μια φωτιά ή μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και περιβαλλοντικά συμφραζόμενα, για να περιγράψει την πράξη της εξάλειψης ή της κατάργησης. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, "extinguir" χρησιμοποιείται περιστασιακά και στις δύο μορφές: γραπτό και προφορικό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων:
- Es necesario extinguir el fuego antes de que se propague.
(Είναι απαραίτητο να σβήσεις τη φωτιά πριν να εξαπλωθεί.)
Η λέξη "extinguir" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αν και δεν είναι τόσο συχνές. Παρ' όλα αυτά, ορισμένες εκφράσεις περιλαμβάνουν:
Extinguirse en la nada
(Να εξαφανιστείς στο τίποτα)
Αυτό χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση της πλήρους εξαφάνισης ή ανυπαρξίας.
Extinguir la rivalidad
(Να εξαλείψεις τον ανταγωνισμό)
Χρησιμοποιείται σε κοινωνικά ή νομικά συμφραζόμενα όταν αναφερόμαστε στη διαχείριση και την εξάλειψη συγκρούσεων.
Extinguir heridas
(Να θεραπεύσεις πληγές)
Χρησιμοποιείται μεταφορικά για την αναφορά σε διαδικασίες συγχώρεσης ή θεραπείας στις ανθρώπινες σχέσεις.
Το "extinguir" προέρχεται από τα λατινικά "extinguere", το οποίο σημαίνει "σβήνω", συνδυάζοντας το "ex-" που σημαίνει "εκτός" και "tinguere" που σημαίνει "χρωματίζω" ή "αγγίζω".
Συνώνυμα:
- Eliminar (εξαλείφω)
- Apagar (σβήνω)
Αντώνυμα:
- Encender (ανάβω)
- Avivar (ενισχύω)