Η λέξη "extintor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "extintor" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /eks.tinˈtoɾ/.
Η μετάφραση της λέξης "extintor" στα Ελληνικά είναι "πυροσβεστήρας".
Η λέξη "extintor" αναφέρεται σε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την κατάσβεση πυρκαγιών. Συνήθως, πρόκειται για μια μεταλλική φιάλη γεμάτη με κατασβεστικά υλικά όπως χρησιμοποιούνται σε ποικιλία περιβάλλοντων, όπως σπίτια, αυτοκίνητα και βιομηχανίες.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και είναι περισσότερο κοινή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετική, καθώς είναι κρίσιμη σε τομείς που σχετίζονται με την ασφάλεια.
El extintor se encuentra en la pared junto a la salida.
(Ο πυροσβεστήρας βρίσκεται στον τοίχο δίπλα στην έξοδο.)
Es importante revisar el extintor cada seis meses.
(Είναι σημαντικό να ελέγχετε τον πυροσβεστήρα κάθε έξι μήνες.)
Durante un incendio, el extintor puede salvar vidas.
(Κατά τη διάρκεια μιας φωτιάς, ο πυροσβεστήρας μπορεί να σώσει ζωές.)
Η λέξη "extintor" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε φράσεις που σχετίζονται με την πυρόσβεση. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Tener un extintor a mano puede ser crucial en una emergencia."
(Η ύπαρξη ενός πυροσβεστήρα σε κοντινή απόσταση μπορεί να είναι κρίσιμη σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.)
"Si se produce un incendio, utiliza el extintor antes de evacuar."
(Αν προκύψει μια φωτιά, χρησιμοποίησε τον πυροσβεστήρα πριν από την εκκένωση.)
"El extintor no debe estar obstruido por otros objetos."
(Ο πυροσβεστήρας δεν πρέπει να είναι εμποδισμένος από άλλα αντικείμενα.)
"Es ilegal no tener un extintor en en espacios públicos."
(Είναι παράνομο να μην έχεις έναν πυροσβεστήρα σε δημόσιους χώρους.)
Η λέξη "extintor" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "extinguere", που σημαίνει "απενεργοποιώ" ή "κατασβήνω". Η χρήση της έχει εξελιχθεί με την πάροδο των χρόνων προς το σημασιολογικό πλαίσιο της κατάσβεσης πυρκαγιών.
Συνώνυμα: - Pólvora (γήινη βάση, αλλά με επικέντρωση σε συσκευές που σχετίζονται με φωτιά) - Dispositivo de extinción
Αντώνυμα: - Ignición (άναμμα) - Fuego (φωτιά)