Το "extorsionar" είναι ρήμα.
/eks.tor.siˈnaɾ/
Η λέξη "extorsionar" σημαίνει την πράξη του εκβιασμού, δηλαδή όταν κάποιος απειλεί ή ασκεί πίεση σε κάποιον άλλον προκειμένου να αποκτήσει κάτι, συνήθως χρήματα ή άλλες παροχές. Χρησιμοποιείται συχνά στον νομικό τομέα και αναφέρεται σε εγκληματικές ενέργειες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά κείμενα και συζητήσεις που σχετίζονται με το ποινικό δίκαιο.
El delincuente intentó extorsionar a la víctima con amenazas.
(Ο εγκληματίας προσπάθησε να εκβιάσει το θύμα με απειλές.)
La policía está investigando un caso de extorsionar en la ciudad.
(Η αστυνομία διερευνά μια υπόθεση εκβιασμού στην πόλη.)
Η λέξη "extorsionar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε σημαντικούς φράσεις που σχετίζονται με το έγκλημα. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
No debemos permitir que nadie extorsione a los ciudadanos.
(Δεν πρέπει να επιτρέπουμε σε κανέναν να εκβιάζει τους πολίτες.)
La ley es estricta para aquellos que intentan extorsionar.
(Ο νόμος είναι αυστηρός για όσους προσπαθούν να εκβιάσουν.)
Muchos temen ser víctimas de extorsión en situaciones delicadas.
(Πολλοί φοβούνται μήπως είναι θύματα εκβιασμού σε ευαίσθητες καταστάσεις.)
Η λέξη "extorsionar" προέρχεται από το λατινικό "extorsionem", που σημαίνει "αφαίρεση" ή "απαγωγή". Η ρίζα "tor" είναι συνδεδεμένη με την έννοια της πίεσης και της βίας.
Συνώνυμα: - Exigir (απαιτώ) - Coaccionar (καταναγκάζω)
Αντώνυμα: - Negociar (διαπραγματεύομαι) - Ofrecer (προσφέρω)