Το "extracto" είναι ουσιαστικό.
/eksˈtɾak.to/
Η λέξη "extracto" αναφέρεται σε μια συμπυκνωμένη ή αποσπασμένη μορφή μιας ουσίας ή κειμένου. Στον τομέα της ιατρικής, μπορεί να σημαίνει έναν τύπο εκχυλίσματος, και στον τομέα της οικονομίας, σε οικονομικές αναφορές ή αποσπάσματα λογαριασμών. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του εξαρτάται από τον τομέα, αλλά είναι αρκετά κοινό στο καθημερινό λεξιλόγιο.
Το εκχύλισμα που χρησιμοποίησα στη συνταγή είναι πολύ συγκεντρωμένο.
Necesito un extracto de la cuenta bancaria para el préstamo.
Η λέξη "extracto" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να κάνεις ένα απόσπασμα της πληροφορίας.
El extracto bancario muestra todos los movimientos.
Το τραπεζικό απόσπασμα δείχνει όλες τις κινήσεις.
Preparar un extracto de la novela es una tarea interesante.
Η προετοιμασία ενός αποσπάσματος από το μυθιστόρημα είναι μια ενδιαφέρουσα εργασία.
El extracto que me dieron fue muy claro.
Η λέξη "extracto" προέρχεται από το λατινικό "extractus", που σημαίνει "εξαγωγή" ή "έκχυση".
Συνώνυμα: - resumen (περίληψη) - fragmento (κομμάτι) - compendio (σύνοψη)
Αντώνυμα: - totalidad (συνολότητα) - todo (όλα)