Extractor: ουσιαστικό.
/eksˈtɾaktɔɾ/
Η λέξη extractor αναφέρεται σε μηχανή ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή ή αφαίρεση ενός υλικού ή ουσίας από κάτι άλλο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην ιατρική για την εξαγωγή υγρών ή ιστών, τη βιομηχανία για την αφαίρεση ορυκτών, και την τεχνολογία για την απομάκρυνση δεδομένων ή στοιχείων.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα. Είναι συνηθισμένη στην ιατρική και τη μηχανολογία.
El extractor de jugos es muy eficiente para hacer zumos naturales.
(Ο αποχυμωτής είναι πολύ αποδοτικός για να φτιάχνει φυσικούς χυμούς.)
El médico utilizó un extractor para obtener una muestra del tejido.
(Ο γιατρός χρησιμοποίησε έναν αποσπαστή για να αποκτήσει ένα δείγμα από τον ιστό.)
El extractor de aire elimina los olores de la cocina.
(Ο απορροφητήρας αφαιρεί τις οσμές από την κουζίνα.)
Estar en el extractor de problemas
(Να βρίσκεσαι στον αποσπαστή προβλημάτων) - Μια αναφορά σε κάποιον που είναι σε μια κατάσταση όπου προσπαθεί να απομακρύνει προβλήματα.
Sacar el jugo de algo en el extractor
(Να βγάζεις το χυμό από κάτι στον αποχυμωτή) - Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την εκμετάλλευση μιας κατάστασης ή μιας ευκαιρίας στο μέγιστο.
Extraer lecciones de la experiencia
(Να αποσπάσεις διδάγματα από την εμπειρία) - Αναφέρεται στην ιδέα της εξαγωγής γνώσης ή διδαγμάτων από γεγονότα.
Η λέξη extractor προέρχεται από το λατινικό extractor, που σημαίνει "άξιος να εξάγει", προερχόμενο από το ρήμα extrahere, που σημαίνει "εξάγω".
Συνώνυμα: - Examinador (εξεταστής) - Sacador (αποσπαστής)
Αντώνυμα: - Introducir (εισαγωγή) - Incluir (συμπερίληψη)