Το "extraer" είναι ρήμα.
[eks.tɾaˈeɾ]
Η λέξη "extraer" σημαίνει "να βγάλω έξω", "να αποσπάσω" ή "να εκχυλίσω". Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των φυσικών επιστημών, της ιατρικής και της καθημερινής γλώσσας. Είναι ευρέως διαδεδομένη και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Οι επιστήμονες πρέπει να εξάγουν δείγματα από το έδαφος για να κάνουν δοκιμές.
Es posible extraer zumo de frutas frescas en casa.
Η λέξη "extraer" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
Πρέπει να εξάγουμε το καλύτερο από κάθε κατάσταση.
No es fácil extraer información valiosa de esa base de datos.
Δεν είναι εύκολο να αποσπάσουμε πολύτιμες πληροφορίες από αυτή τη βάση δεδομένων.
El proceso de extraer minerales es complejo y requiere tecnología avanzada.
Η διαδικασία εξαγωγής ορυκτών είναι περίπλοκη και απαιτεί προηγμένη τεχνολογία.
El médico decidió extraer sangre para hacer análisis.
Ο γιατρός αποφάσισε να εξάγει αίμα για να κάνει αναλύσεις.
Ella siempre logra extraer lo positivo de las críticas.
Το "extraer" προέρχεται από το Λατινικό "extrahere", που σημαίνει "να τραβήξω έξω" (ex- σημαίνει "έξω" και trahere σημαίνει "να τραβήξω").
Συνώνυμα: - Sacar - Sustraer - Desprender
Αντώνυμα: - Introducir - Incertar - Añadir