Η λέξη "extrajudicial" είναι επίθετο.
[eks.tɾa.xu.ˈði.al]
Η λέξη "extrajudicial" αναφέρεται σε διαδικασίες ή πράξεις που δεν εκτελούνται μέσα από τα δικαστικά συστήματα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον νομικό τομέα για να περιγράψει ενέργειες που γίνονται εκτός του δικαστικού πλαισίου, όπως για παράδειγμα οι εξωδικαστικές συμφωνίες ή δράσεις που δεν εμπλέκουν επίσημες διαδικασίες σε δικαστήριο. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά κείμενα και έγγραφα.
"Η συμφωνία επιτεύχθηκε με εξωδικαστικό τρόπο."
"Las resoluciones extrajudiciales pueden ser más rápidas."
Στο ισπανικό λεξιλόγιο, η λέξη "extrajudicial" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν φράσεις που την περιλαμβάνουν σχετικά με τον νομικό τομέα:
"Η επίλυση μιας διαφοράς με εξωδικαστικό τρόπο είναι επωφελής."
"Las negociaciones extrajudiciales son comunes en casos laborales."
"Οι εξωδικαστικές διαπραγματεύσεις είναι κοινές σε εργασιακές υποθέσεις."
"La justicia extrajudicial a veces es necesaria en situaciones críticas."
Η λέξη "extrajudicial" προέρχεται από τα ισπανικά πρόθεμα "extra-" (έξω, πέρα από) και "judicial" (δικαστικός), συνδυάζοντας την έννοια του "πέρα από το δικαστήριο".
Συνώνυμα: - Externo - Fuera de juicio
Αντώνυμα: - Judicial - Procesal
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "extrajudicial" στα ισπανικά, με ειδική έμφαση στη νομική της χρήση και σημασία.