extranjero - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

extranjero (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "extranjero" είναι ουσιαστικό, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "extranjero" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /eks.tɾanˈxe.ɾo/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "extranjero" αναφέρεται σε κάποιον που δεν είναι πολίτης της χώρας στην οποία βρίσκεται ή που προέρχεται από άλλη χώρα. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά και κοινωνικά πλαίσια για να περιγράψει άτομα που δεν έχουν την εθνικότητα της χώρας στην οποία βρίσκονται. Είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη λέξη και μπορεί να βρεθεί συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El extranjero no habla bien el idioma.
  2. Ο ξένος δεν μιλάει καλά τη γλώσσα.

  3. Los derechos del extranjero deben ser respetados.

  4. Τα δικαιώματα του ξένου πρέπει να γίνονται σεβαστά.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "extranjero" χρησιμοποιείται σε πολυάριθμες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Sentirse como un extranjero.
  2. Να αισθάνεσαι σαν ξένος. (Να νιώθεις ότι δεν ανήκεις κάπου)

  3. No hay lugar como el hogar para un extranjero.

  4. Δεν υπάρχει τόπος όπως το σπίτι για έναν ξένο. (Οι ξένοι συχνά νιώθουν νοσταλγία για την πατρίδα τους)

  5. El extranjero siempre trae algo nuevo.

  6. Ο ξένος πάντα φέρνει κάτι νέο. (Οι ξένοι μπορούν να προσφέρουν νέες ιδέες και προοπτικές)

  7. A veces, el extranjero se siente más en casa en otro país.

  8. Μερικές φορές, ο ξένος νιώθει πιο άνετα σε άλλη χώρα.

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "extranjero" προέρχεται από το λατινικό 'extraneus', που σημαίνει "έξω", ή "εκτός". Υποδηλώνει την έννοια του να είναι κάποιος εκτός του οικείου ή φυσικού του περιβάλλοντος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024