Το "extraviarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /eks.tɾa.βiˈaɾ.se/
Η λέξη "extraviarse" σημαίνει να απομακρυνθεί κάποιος από τον σωστό δρόμο, να χαθεί ή να απολεσθεί σε μεταφορικό ή κυριολεκτικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει την κατάσταση ενός ατόμου που έχει χάσει την κατεύθυνσή του ή την ικανότητά του να εντοπίσει τον σωστό δρόμο, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και σε μεταφορικά νοήματα (π.χ., "να χαθεί" σε σχέσεις ή σε στόχους).
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε γραπτά κείμενα, όπως λογοτεχνικά έργα ή αναφορές.
Él se extravió en el bosque y tuvo que pedir ayuda.
(Αυτός απομακρύνθηκε στο δάσος και χρειάστηκε να ζητήσει βοήθεια.)
No te extravíes en tus pensamientos, concéntrate en lo importante.
(Μην απομακρύνεσαι στις σκέψεις σου, συγκεντρώσου στα σημαντικά.)
La brújula puede ayudarte a no extraviarte.
(Η πυξίδα μπορεί να σας βοηθήσει να μην απομακρυνθείτε.)
Η λέξη "extraviarse" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν την έννοια του να χάνεις την κατεύθυνση σου ή να απομακρύνεσαι από τις αρχικές προθέσεις:
No te extravies en los problemas.
(Μην απομακρυνθείς στα προβλήματα.)
Algunos se extravían en el camino del éxito.
(Ορισμένοι απομακρύνονται στον δρόμο της επιτυχίας.)
Es fácil extraviarse cuando se tienen demasiadas opciones.
(Είναι εύκολο να απομακρυνθείς όταν υπάρχουν πάρα πολλές επιλογές.)
A veces, hay que perderse para encontrar el camino correcto.
(Μερικές φορές, πρέπει να χαθείς για να βρεις τον σωστό δρόμο.)
Su vida profesional se extravió tras la crisis económica.
(Η επαγγελματική του ζωή απομακρύνθηκε μετά την οικονομική κρίση.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "extraviare", το οποίο είναι σύνθετο από το "extra-" που σημαίνει "εκτός" και "via" που σημαίνει "δρόμος". Έτσι η σημασία της σχετίζεται με το να βγεις έξω από τον δρόμο ή την πορεία.
Συνώνυμα: - desorientarse (να αποπροσανατολιστεί) - perderse (να χαθεί)
Αντώνυμα: - orientarse (να προσανατολιστεί) - encontrarse (να βρεθεί)