Ρήμα.
/eks.tɾeˈmaɾ/
Η λέξη "extremar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία ενίσχυσης ή αύξησης μιας κατάστασης ή ενός φαινομένου σε εξαιρετικό βαθμό. Στη γλώσσα των νόμων και των κοινωνικών ζητημάτων, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου κάποιες καταστάσεις οδηγούνται στα άκρα, είτε θετικά είτε αρνητικά. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε νομικά, πολιτικά ή κοινωνικά κείμενα.
Είναι απαραίτητο να εντείνουμε τις προφυλάξεις σε αυτή την κατάσταση.
El informe enfatiza la necesidad de extremar la vigilancia.
Η λέξη "extremar" δεν είναι συχνά μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα και συζητήσεις για να τονίσει κάποιες καταστάσεις στα άκρα.
Εντείνουμε τις προσπάθειες μας για να πετύχουμε έναν στόχο.
Es fundamental extremar las medidas de seguridad.
Είναι θεμελιώδες να εντείνουμε τα μέτρα ασφαλείας.
Al extremar la tensión en el debate, se llegó a un acuerdo.
Η λέξη "extremar" προέρχεται από το λατινικό "extremare", που σημαίνει "να φέρεις σε άκρη" ή "να κάνεις ακραίο". Το πρόθεμα "ex-" υποδηλώνει έξοδο ή υπερέκταση, ενώ η ρίζα "trem-" σχετίζεται με την έννοια του ακραίου.
Συνώνυμα: - intensificar - agudizar - maximizar
Αντώνυμα: - mitigar - suavizar - reducir